- ομόγραφος
- ος , ον :
ομόγραφος λέξις — грам, омограф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομόγραφος λέξις — грам, омограф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμόγραφος, ον) νεοελλ. φρ. «ομόγραφη σχέση» μαθ. η σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών κατά την οποία σε καθεμιά τιμή τής μιας μεταβλητής αντιστοιχεί μία και μόνο μεταβλητή τής άλλης τιμής νεοελλ. μσν. αυτός που έχει γραφεί με όμοιο τρόπο με… … Dictionary of Greek
ὁμόγραφον — ὁμόγραφος identically worded masc/fem acc sg ὁμόγραφος identically worded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγραφα — ὁμόγραφος identically worded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομογραφώ — ὁμογραφῶ, έω (Μ) γράφω με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γραφῶ μέσω αμάρτυρου *ὁμογράφος] … Dictionary of Greek